- ἥξετε
- ἥκωto have comeaor subj act 2nd pl (epic)ἥκωto have comefut ind act 2nd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἥξετ' — ἥξετε , ἥκω to have come aor subj act 2nd pl (epic) ἥξετε , ἥκω to have come fut ind act 2nd pl ἥξεται , ἥκω to have come aor subj mid 3rd sg (epic) ἥξεται , ἥκω to have come fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπλεθρος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε απόσταση ή σε έκταση τριών πλέθρων («ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον ὡσαύτως», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)] … Dictionary of Greek